Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή

Man with a movie camera, 1929, Dziga Vertov
Μουσική επένδυση του φιλμ το 2003 από τους Cinematic Orchestra




Μία κοινωνική επανάσταση μπορεί να είναι ταυτόχρονα πολιτική, οικονομική και πολιτιστική. Η ρώσικη επανάσταση του ’17 έφερε μία συνολική ανατροπή στον παγκόσμιο συσχετισμό υπέρ των λαών και μια νέα προοπτική, απ’ την οποία ξεπήδησε σαν ποτάμι η λαϊκή έκφραση. Στην ίδια τη Σοβιετική ‘Ενωση, άλλοτε μέσα από τον πειραματισμό κι άλλοτε με πιο καθοδηγούμενο προσανατολισμό, αναπτύχθηκαν οι διάφορες μορφές τέχνης με πρωτοπόρο τρόπο, ύφος και μέσα.
Ο Ντζίγκα Βερτώφ (1896-1954) ήταν ο μεγάλος πρωτοπόρος του καθαρού κινηματογράφου. Στάθηκε ο δεύτερος και εντελώς αντίθετος του Αϊζενστάιν πόλος του κλασικού σοβιετικού κινηματογράφου. Το φιλμ του, Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή (1929), είναι ένα ντοκιμαντέρ στο οποίο βλέπεις την πραγμάτωση ενός άλλου οράματος. Κινηματογραφεί την ελπίδα, την αισιοδοξία και το θαυμασμό για έναν καινούριο άνθρωπο, σε μία διαφορετική καθημερινότητα, σε διαρκή επαφή με το συνάνθρωπο, με άλλη σχέση με τη μηχανή και τη δουλειά. Έναν άνθρωπο χαρούμενο που δημιουργεί. Μια κοινωνία που σφύζει από ζωή και ανθίζει. Δε φαίνεται και τόσο ουτοπική γιατί υπήρξε, μας δείχνει το φιλμ.
Πέρα από την αξία του φιλμ λόγω των ντοκουμέντων που διασώζει για την καθημερινή ζωή σε διάφορες πόλεις της Σ.Ε., κατέχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία του κινηματογράφου λόγω της νεωτερικότητας στη δημιουργία του.
Το πρωτότυπο φιλμ είναι τελείως βουβό και προειδοποιεί από την αρχή το θεατή: «Απόσπασμα από ένα ημερολόγιο χειριστών κάμερας. Προσοχή θεατές: Αυτό το φιλμ είναι ένα πείραμα στην κινηματογραφική επικοινωνία πραγματικών γεγονότων, χωρίς τη βοήθεια σεναρίου, χωρίς τη βοήθεια του δράματος. Αυτή η πειραματική εργασία στοχεύει στο να δημιουργήσει μία αληθινά διεθνή γλώσσα του κινηματογράφου βασισμένη στον απόλυτο διαχωρισμό από τη γλώσσα του θεάτρου και της λογοτεχνίας.»
*(«…Κατά τον Βερτώφ που ήταν κι ένας θαυμάσιος θεωρητικός, ο κινηματογράφος δεν έχει ανάγκη απ’ τον μύθο για να υπάρξει. Δεν έχει ανάγκη ούτε καν απ’ τη σκηνοθεσία. Έτσι καταργεί με μια μονοκονδυλιά και τον σεναρίστα και τον σκηνοθέτη και προάγει στην πρώτη θέση τον φωτογράφο και τον μοντέρ. Τα υπόλοιπα τα κάνει μόνο του το «μηχανικό μάτι της κάμερας» αρκεί βέβαια  να υπάρχει κάποιος να τη βάλει μπροστά.
Στον κινηματογράφο κατά τον Βερτώφ η μόνη πραγματική δημιουργική δουλειά είναι αυτή του μοντάζ (ο Γουέλες θα επαναλάβει τον ίδιο, αφορισμό) όπου ο κινηματογραφικός χρόνος και ο κινηματογραφικός χώρος βρίσκονται κυριολεκτικά στη χούφτα του δημιουργού.
Αφού τα πάντα γίνονται στο μοντάζ, η ταινία δεν είναι παρά ένα «εργαστηριακό προϊόν» μια «ανθρώπινη κατασκευή» στην απόλυτη σημασία του όρου. (Ίδιες περίπου ήταν και οι απόψεις για την τέχνη των Ρώσων κονστρουκτιβιστών. και φουτουριστών της δεκαετίας του 20). Αφού τα πάντα στην τέχνη είναι δυνατό να’ ναι ανθρώπινες κατασκευές η παραδοσιακή αντίληψη για την τέχνη-έμπνευση, την τέχνη-μαγεία, την τέχνη-δημιουργία, την τέχνη-ταλέντο πρέπει να διαγραφεί δια παντός απ’ τα εγχειρίδια της αισθητικής. Ο Βερτώφ αντικαθιστά τους παρεξηγημένους και παρεξηγήσιμους όρους «ταλέντο» και «έμπνευση» με τις απλές και «καθόλου μεταφυσικές έννοιες- «δουλειά» και «σκέψη».
(…) Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή] Πρόκειται για μια ταινία που καταργεί όχι μόνο το σενάριο (δεν υπάρχει καν ούτε εκείνο το υποτυπώδες στόρι του Γκοντάρ) αλλά και κάθε λεκτική επεξήγηση (με διάτιτλους) και που αρνείται να προστρέξει στην επικουρία οποιουδήποτε μέσου που δεν είναι καθαρή εικόνα. (…) Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή είναι ο πρωταγωνιστής θα λέγαμε της ταινίας. (... ) Πρόκειται για μια κάμερα που σαρώνει τη ζωή οριζόντια και κάθετα, που μαζεύει στο «σακί» τα πάντα σημαντικά και ασήμαντα ενώ το «ξεσκαρτάρισμα» γίνεται στο εργαστήριο του μοντάζ.
Έτσι η ταινία γίνεται ένα μεγαλειώδες οπτικό (και μόνο οπτικό) ποίημα που όμοιο του δεν ξανάγινε ποτέ και που δείχνει τα μέγιστα και ακρότατα όρια μιας λεπτόλογης έκφρασης, αποκλειστικά οπτικής. (…) Η ταινία του πιο τολμηρού πειραματιστής της ιστορίας του κινηματογράφου δεν είναι παρά μια ηρωική συμφωνία φτιαγμένη με εικόνες αντί για ήχους. Μια συμφωνία ασύλληπτης ομορφιάς. ...»)

*(αποσπάσματα από κείμενα του Βασίλη Ραφαηλίδη  που δημοσιεύτηκαν στην εφ. Το Βήμα 8-4-1975 και 25-11-1975)

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

«Βάστα καρδιά μου»


«Βάστα καρδιά μου»
Οδύσσεια υ, 18¹

Ο ανθρωποκεντρισμός των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων έγκειται στο ότι εστιάζουν εκείνοι την προσοχή τους στη θέληση του ανθρώπου, στις επιλογές, τις επιδιώξεις, τα συναισθήματα και τη λογική του, ως την κινητήρια πλέον δύναμη της ιστορίας του. Στα πλαίσια της αναζήτησής τους για τα κίνητρα των πράξεων του ανθρώπου, αρχίζουν να διαχωρίζουν τον εσωτερικό από τον εξωτερικό του κόσμο, τις ενδογενείς και εξωγενείς δυνάμεις που δρουν πάνω του, και θεωρούν τον άνθρωπο ως μία οντότητα τρόπον τινά αυτοκινούμενη. Όχι από τους θεούς (όχι μόνο από αυτούς), όχι από τη μοίρα (όχι μόνο από αυτή). Αναγνωρίζουν στον άνθρωπο τη δυνατότητα της επιλογής, και η επιλογή προϋποθέτει το δίλημμα, και η διλληματική κατάσταση σημαίνει την απαρχή της ψυχολογικής και συναισθηματικής εσωτερικής αναζήτησης για αυτόν.
Η προσπάθεια για την ερμηνεία της φύσης, των φαινομένων και των νόμων που τη διέπουν, οδήγησε στην ανάπτυξη της επιστήμης. Η προσπάθεια για τον προσδιορισμό της θέσης του ανθρώπου μέσα στη φύση οδήγησε στη φιλοσοφία. Ωστόσο, το κομμάτι της δεύτερης αναζήτησης, που αφορά στα εσωτερικά κίνητρα των πράξεων του ανθρώπου, καθυστέρησε χρονικά στην εξέλιξή του. Και ο λόγος γι’ αυτό είναι το ότι η αναζήτηση αυτή πήγε από έξω προς τα μέσα, από το γενικό στο ειδικό, από το όλο στο μέρος. Και πάλι αυτό οφείλεται στα δεδομένα της εποχής, στις κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις και δομές της πόλης-κράτους και βεβαίως στις δυνατότητες του πνεύματος εκείνην ακριβώς την εποχή. Γιατί ισχύει ότι όλα εξελίσσονται. Και η εξέλιξη προϋποθέτει ένα αρχικό στάδιο και μια πρόοδο. Στην αρχαία ελληνική σκέψη βρισκόμαστε στο αρχικό στάδιο της ανακάλυψης του πνεύματος.
Το σπουδαίο βιβλίο της Jacqueline de Romilly «Βάστα καρδιά μου», αγγίζει ένα θέμα που δεν έχει ευρέως συζητηθεί ακόμα. Αυτό της ανάπτυξης της ψυχολογίας στα αρχαία ελληνικά γράμματα. Αποκαλύπτει το βαθύ θαυμασμό και σεβασμό της συγγραφέα για τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς αλλά και συμβάλλει στην απόδειξη της θέσης ότι: «Οι λέξεις μας, οι έννοιες μας, η συνείδηση του εαυτού μας, όλα εξελίσσονται». Ακολουθούν μερικά σύντομα αποσπάσματα για μία πρώτη άποψη για το βιβλίο.
“«Βάστα καρδιά μου» είναι η μετάφραση όσων λέει ο Οδυσσέας στον εαυτό του όταν κατέχεται από τον πειρασμό να σκοτώσει αμέσως τις άπιστες δούλες που τρέχουν να συναντήσουν τους Μνηστήρες¹. Αποτελεί το πρώτο κείμενο «ψυχολογίας», πάνω στο οποίο θα οικοδομηθεί η συνέχεια. Υπάρχει εδώ, στο έργο του Ομήρου, μια από τις σπάνιες στιγμές ηθικής κρίσης, αγωνίας, εσωτερικού διαλόγου.”
“Ο Όμηρος και γενικά οι Έλληνες συγγραφείς δεν ασχολούνταν τόσο να περιγράψουν και να αναλύσουν τα συναισθήματα, τις εσωτερικές συγκρούσεις, δηλαδή τον ψυχικό κόσμο. Μας περιγράφουν τη συμπεριφορά, μια πράξη, και μας αφήνουν να συμπληρώσουμε τις εξηγήσεις. Με άλλα λόγια, καλοί ψυχολόγοι είναι στο μέτρο που εικονίζουν σωστά τη συμπεριφορά των ηρώων τους, δεν ενδιαφέρονται όμως διόλου για την ψυχολογία ως περιγραφή της εσωτερικής ζωής.”
“Η τάση αυτή να καταφεύγουν σε γενικεύσεις, οποιεσδήποτε και αν είναι αρκεί να συνδέονται κατά κάποιο τρόπο με την κυρίαρχη ιδέα, αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό όλων των συγγραφέων που δοκιμάζονται με αυτόν το νέο τρόπο έκφρασης.”
“Το διάσημο βιβλίο του Bruno Snell, Die Entdeckung des Geistes (Η ανακάλυψη του πνεύματος), που δημοσιεύτηκε το 1948, έχει ακριβώς ως αντικείμενο να καταδείξει ότι στα ομηρικά έπη η εσωτερική ζωή του ανθρώπου δεν είχε ακόμα αναγνωρισμένη ύπαρξη: ο εσωτερικός και ο εξωτερικός κόσμος δεν διαχωρίζονταν και τον άνθρωπο τον συνέθετε μια πολλαπλότητα επιδιώξεων, λίγο ή πολύ εντοπισμένων στο σώμα του, χωρίς να αποτελούν πνευματική οντότητα.”
“Δεν πρέπει να φανταστούμε αυτή τη διεργασία της ανακάλυψης σαν ένα είδος συνεχούς προόδου που οδηγεί χωρίς ελιγμούς και εκτροπές από τον Όμηρο στην κλασσική ψυχολογία:
1. Η σημασία της συλλογικής ζωής μέσα στην ενότητα της πόλης είχε ως αποτέλεσμα να στρέψει την προσοχή σε μια εξίσου συλλογική ψυχολογία: ψυχολογία του πλήθους, των συνελεύσεων, των Αθηναίων, των Λακεδαιμονίων, των ολιγαρχικών ή των δημοκρατικών, των μαχητών, των νέων, των γέρων, των βαρβάρων (Θουκυδίδης, Ευριπίδης, Πλάτωνας).
2. Η ψυχολογία, είτε εφαρμόζεται στο άτομο είτε στην ομάδα, τείνει τον 5ο αιώνα να διεκδικήσει τη θέση της ως καθολική επιστήμη. Δεν αναζητεί την πρωτοτυπία, τη λεπτότητα, το σύνθετο, αλλά τους βασικούς κανόνες που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά.”
“Θα έλεγε κανείς ότι, μιμούμενοι την ιατρική, οι Αθηναίοι του 5ου αιώνα θέλουν να γνωρίσουν τους νόμους που διέπουν την ανθρώπινη ύπαρξη, να καθορίσουν τις ψυχικές νόσους, μια ψυχική υγιεινή, μια ανάλυση των κινδύνων και των μέσων για την αντιμετώπισή τους. Η υψηλή αυτή φιλοδοξία μεταφράζεται στο θετικό και καθολικό χαρακτήρα στον οποίο τείνει η τότε ψυχολογία.”
“Για να οδηγηθούμε στις επόμενες εποχές, θα πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά το άτομο, την ποικιλία, τις αντιθέσεις, τις διαφορές. Παρασυρμένη από τον ίδιο τον ενθουσιασμό της, η Αθήνα θέλησε, όπως όλοι οι νεωτεριστές, να φτάσει κατευθείαν στα συμπεράσματα.”
¹Οδύσσεια, υ, 18. Στο ομηρικό κείμενο: «Τέτλαθι δή, κραδίη», που σημαίνει «άντεξε», «υπόμεινε», «κρατήσου», «βάστα» καρδιά μου.

Μ.Δ.

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Εξάντας, ντοκιμαντέρ στον κόσμο.

ΧΡΥΣΟΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ: ΜΕΡΟΣ Α΄ & Β΄

Δύο περιοχές της Ευρώπης.
Μία στην Ρουμανία, μια στην Ελλάδα.
Τις χωρίζουν χιλιόμετρα, αλλά τις ενώνει κάτι κοινό.
Χρυσός στα Χρόνια της Κρίσης.
 
ΜΕΡΟΣ Α' / ΡΟΥΜΑΝΙΑ, "ΜΑΥΡΗ ΒΙΛΒΑ"
Η Ρόσια Μοντάνα είναι ένα χωριό 4.000 κατοίκων, φωλιασμένο σε μια καταπράσινη κοιλάδα στα Καρπάθια όρη της Ρουμανίας, με ιστορία 2.000 ετών. Στο υπέδαφός της κρύβει ένα θησαυρό, το μεγαλύτερο κοίτασμα χρυσού της Ευρώπης! Πρόκειται για 240 τόνους χρυσού συνολικά, που η καναδική εταιρεία Gabriel Resources σκοπεύει να εκμεταλλευτεί, κατασκευάζοντας στην περιοχή το μεγαλύτερο ανοιχτό ορυχείο εξόρυξης χρυσού της γηραιάς ηπείρου.
Οι ιστορικά υψηλές τιμές του πολύτιμου μετάλλου καθιστούν την επένδυση για την εταιρεία ιδιαίτερα θελκτική. Το ρουμανικό κράτος από την πλευρά του, στην περίοδο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που διανύουμε, προσδοκά ότι αυτό το έργο θα του αποφέρει ανάπτυξη, θέσεις εργασίας και άμεσα κέρδη 4 δισ. δολάρια.
Κι όμως, κάποιοι αποφασισμένοι κάτοικοι αντιστέκονται επί χρόνια, θεωρώντας ότι το χρυσάφι δεν είναι ο πραγματικός θησαυρός της Ρόσια Μοντάνα. Γιατί καθώς λένε, αν η πραγματοποίηση του ορυχείου προϋποθέτει τη μετεγκατάσταση των ανθρώπων, τη μόλυνση του περιβάλλοντος, και την καταστροφή της αρχαίας πολιτισμικής κληρονομιάς, ποιος θ’ αποφασίσει αν αξίζει η θυσία;
ΜΕΡΟΣ Β' / ΕΛΛΑΔΑ, "Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΗΣ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ"
H αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου προβάλλεται ως η ενδεδειγμένη απάντηση στην οικονομική κρίση που μαστίζει την Ελλάδα. Tο ελληνικό κράτος έχει παραχωρήσει τα μεταλλευτικά δικαιώματα μιας έκτασης 317.000 στρεμμάτων στη Β. Χαλκιδική, πλούσια σε χρυσό, χαλκό και άλλα μέταλλα, στην καναδική πολυεθνική Eldorado Gold. Όμως, κάτοικοι της περιοχής που χρόνια αντιστέκονται στη δημιουργία ορυχείου χρυσού στην περιοχή τους, υποστηρίζουν ότι η επένδυση θα προκαλέσει ανεπίστρεπτη καταστροφή στο περιβάλλον, με τα οφέλη να είναι λιγότερα από τις απώλειες. «Ο Θησαυρός της Κασσάνδρας» είναι μια ακτινογραφία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, πριν και κατά την διάρκεια της κρίσης.

ΒΑΣΙΚΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σενάριο, Σκηνοθεσία, Αφήγηση: Γιώργος Αυγερόπουλος / Επιτόπια Έρευνα & Οργάνωση Θέματος: Γεωργία Ανάγνου / Διεύθυνση Παραγωγής: Αναστασία Σκουμπρή / Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γιάννης Αυγερόπουλος, Θεόφιλος Δαδής / Μοντάζ: Βασίλης Μάγκος, Άννα Πρόκου / Μουσική: Γιάννης Παξεβάνης / Τραγούδι: Σαβίνα Γιαννάτου / Μια παραγωγή της Small Planet για την ΕΡΤ © 2011 - 2012
 
 

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

CUBA CULTURA



Το 1996, ο Ράι Κούντερ συγκέντρωσε μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της ιστορίας της κουβανικής μουσικής από τη δεκαετία του ’30, του ’40 και του ’50 για να συνεργαστούν πάνω στο best selling και βραβευμένο με Γκράμι άλμπουμ The Buena Vista Social Club.
Εμπνευσμένος από αυτούς τους γεμάτους χρώμα χαρακτήρες και την εξαιρετική μουσική τους, ο Βιμ Βέντερς ταξιδεύει στην Αβάνα, στην Κούβα για να κινηματογραφήσει τη συνεργασία και συντροφικότητα ανάμεσα στον Ράι Κούντερ και τους βετεράνους φίλους του -τώρα γνωστοί στην Κούβα με το όνομα Los Superablos (οι σούπερ-παππούδες)- όπως επίσης και τις φαντασμαγορικές κατάμεστες συναυλίες τους στο Άμστερνταμ και στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης τον Απρίλιο και τον Ιούλιο του 1998.
Ο Βέντερς εξηγεί ότι δεν είχε άλλη πρόθεση για το φιλμ παρά να προσπαθήσει «να δικαιώσει αυτήν την υπέροχη, θερμή, μαγική αλλά καθόλα πραγματική μουσική».
«Στην Κούβα, η μουσική ρέει σαν το ποτάμι,» συνεχίζει ο Βέντερς,  «θέλω να φτιάξω ένα φιλμ που απλά θα πλεύσει σε αυτό το ποτάμι – όχι να παρέμβει σε αυτό, απλά να παρασυρθεί μαζί του.»
Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα από το φιλμ.